περίνεο(ν)

περίνεο(ν)
το, ΝΜΑ, και περίναιον, τὸ, περίνεος και περίναιος, ὁ, Α
η περιοχή που αποτελεί τη βάση τής ελάσσονος πυέλου, δηλαδή τής μικρής λεκάνης, στο επίπεδο τής οποίας βρίσκονται τα έξω γεννητικά όργανα και ο πρωκτός («μηροῡ δὲ καὶ γλουτοῡ τὸ ἐντός, περίνεος», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ περίναιοι
τα ανδρικά γεννητικά όργανα
2. (το ουδ. εν.) τὸ περίναιον
το αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος τής ανατομίας σχηματισμένος από την πρόθ. περί και το ρ. ἰνάω / ἰνέω* «αδειάζω, καθαρίζω» με επίθημα -ιος (-εος) / -αιος. Δηλώνει το μέρος τού σώματος από όπου γίνεται η αφόδευση, η εκκένωση τού εντέρου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περίνεο — (Ανατ.). Το κατώτερο τμήμα του πυελικού διαφράγματος, που εκτείνεται από το αιδοίο μέχρι τον κόκκυγα. Έχει ρομβοειδές σχήμα και συγκρατεί τα σπλάχνα της πυέλου. Από αυτό περνάει η ουρήθρα και το απευθυσμένο. Σε ορισμένες περιπτώσεις δύσκολου… …   Dictionary of Greek

  • περινεοκήλη — η, Ν κήλη που προβάλλει στο περίνεο, μεταξύ τού ορθού και τού προστάτη, στον άνδρα, ή μεταξύ τού ορθού και τού κόλπου, στη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίνεο + κήλη] …   Dictionary of Greek

  • περινεϊκός — ή, ό, Ν [περίνεο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περίνεο …   Dictionary of Greek

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • κοχώνη — κοχώνη, ἡ (Α) 1. το μέρος μεταξύ τών σκελών και τής έδρας, το περίνεο 2. (στον δυϊκ.) τὰ κοχώνα οι γλουτοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. χώνη «χοάνη, χωνί» με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ανάλογος ο αρχ. ινδ. τ. jaghάnam «γλουτός»] …   Dictionary of Greek

  • λιθοτομία — η (AM λιθοτομία) [λιθοτόμος] 1. η εξόρυξη λίθων από λατομείο 2. παλαιά μέθοδος εγχειρητικής αφαίρεσης λίθου από την ουροδόχο κύστη, η οποία ανοιγόταν με τομή στο περίνεο αρχ. συν. στον πληθ. αἱ λιθοτομίαι τα λατομεία («καὶ τῶν συμμάχων ὁπόσους… …   Dictionary of Greek

  • ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… …   Dictionary of Greek

  • περίναιος — ὁ, Α βλ. περίνεο …   Dictionary of Greek

  • περίνεος — και περίναιος, ὁ, Α βλ. περίνεο(ν) …   Dictionary of Greek

  • περίνος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ αἰδοῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το περίνεος (βλ. λ. περίνεο και περίνα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”